- ταχυδακτυλουργία
- Η τ. είναι γνωστή από την ελληνική αρχαιότητα με τα ονόματα θαυματοποιία, γοητεία κ.ά. Στην αρχαιότητα μάλιστα όλοι οι γνωστοί τότε λαοί τιμούσαν, ιδιαίτερα τους ταχυδακτυλουργούς, που εκμεταλλεύονταν την ευπιστία των απλοϊκών. Οι πρώτοι ταχυδακτυλουργοί εμφανίστηκαν στην Αίγυπτο, στη Χαλδαία, στην Αιθιοπία και στην Περσία, μεταξύ των οποίων αναφέρονται και τα ονόματα του Ζωροάστρη και του Παράκελσου. Ο όρος τ. χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Γάλλο ταχυδακτυλουργό Ζιλ ντε Ριβιέρ (prestidigitation) και προέρχεται από τις λατινικές λέξεις presto digiti. Μεταξύ των Ελλήνων ταχυδακτυλουργών διεθνή φήμη είχαν οι Διαμάντης και Καρύδης.
* * *η, Ν1. η τέχνη να πραγματοποιεί κανείς, χάρη στην επιδεξιότητα τών δακτύλων, οπτικές απάτες ή απατηλά φαινόμενα, αλλ. θαυματοποιία, μαγεία, γοητεία2. (γενικά) απατηλό τέχνασμα που εκτελείται με μεγάλη επιδεξιότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ-* + δάκτυλος + -ουργία (< -ουργός < έργον*), πρβλ. ραδι-ουργία. Η λ. μαρτυρείται από το 1872 στην Ελ. Μανούσου].
Dictionary of Greek. 2013.